Πομακο-Ελληνικό Λεξικό on line

 

Τα online λεξικά της Ζαγάλισα καταγράφουν για πρώτη φορά την πομακική γλώσσα μέσα από τα χωριά του νομού Ροδόπης.

Το λεξικό θα εμπλουτίζεται σιγά σιγά με πομακικές λέξεις και από τους τρεις νομούς της ελληνικής Θράκης.

Επίσης, σε μεταγενέστερη φάση φιλοδοξούμε να καταγράψουμε όχι μόνο το βασικό λεξιλόγιο της πομακικής γλώσσας αλλά και τις τοπικές ιδιομορφίες, όπως αυτές παρουσιάζονται από χωριό σε χωριό.

Συντομογραφίες:

Ξάνθη (Ξ), Εχίνος (Εχ), περιοχή Μύκης (Μύ), περιοχή Σμίνθης (Σμ), περιοχή Άνω Θερμών (Άν.Θ)

Ροδόπη (Ρ), Άνω Βυρσίνη (Άν.Β), Κέχρος (Κε), Κύμη (Κύ), Σαρακηνή  (Σα)

__________________

Αριθμός λέξεων: 1031

Α

 

Αγά = αν  (Ρ), όταν  (Ρ)

Αγκά = αν  (Ξ)

Αζάμ = μετά  (Σμ)

Αϊνάμ = εκεί  (Ρ)

Αϊνάς = αυτή  (Ρ)

Αϊνές = αυτές/οί  (Ρ)

Αϊνί = αυτός  (Ρ)

Αϊσές = αυτά  (Ρ)

Αϊσί = αυτό  (Ρ)

Αϊτούς = εδώ   (Ρ), (Ξ)

Ακού = αν  (Μύ)

Αλάβου πιλτσίνκου = σπουργίτι  (Ρ)

Αμίτ/α/ο = καθαρός  (Μύ)

Ανό = ένα  (Ρ)

Αντάβνο = παλιά  (Σμ)

Αντβόν = έξω  (Μύ), (Σμ)

Αντίν = ένα  (Ρ)

Αντλάβομ = αντιμιλάω  (Ξ)

Αντγκόρε = επάνω  (Μύ), (Σμ)

Αντόλ = κάτω  (Σμ), (Μύ)

Απίρομ = ακουμπάω  (Ξ)

Απσόβομ = βρίζω  (Ξ)

Αράπκα = καλαμπόκι  (Ρ)

Αστάβεμ = αφήνω  (Ξ)

Ατ = από  (Μύ), (Σμ)

Ατβάρεμ = ανοίγω (Ξ)

Ατζάτ = πίσω  (Μύ), (Σμ)

Ατπρέσς = μπροστά  (Μύ), (Σμ)

Ατφάρεμ = ανοίγω (Μύ)

Ατβόρεν = ανοιχτός  (Ξ)

Ατφόρεν/α/ο = ανοιχτός/ή/ό  (Μύ)

Β

 

Βάγκαλ = κάρβουνο  (Ρ)

Βάλεκ = λύκος  (Ξ), (Ρ)

Βάνκα = έξω  (Ξ)

Βάντεμ = ποτίζω  (Ρ)

Βάντενιε = πότισμα  (Ρ)

Βαντίτσα = ζουμί  (Μύ)

Βάρβεμ = περπατάω  (Ρ)

Βαρβένιε = περπάτημα  (Ρ)

Βάρεμ = μαγειρεύω  (Ρ)

Βαρίενε = αναστεναγμός  (Ρ)

Βαρίενου/α/ου = βρασμένος/η/ο  (Ρ)

Βαρίγιενιε = μαγείρεμα  (Ρ)

Βαρτελέσσκα = σβούρα  (Ρ)

Βάρτζανου/α/ου = δεμένος/η/ο  (Ρ)

Βάρτζβαμ = δένω  (Ρ)

Βάρτζβανιε = δέσιμο  (Ρ)

Βαρτίσα = δίνη  (Ρ)

Βαρχ = κορυφή  (Ρ)

Βασβαρίενου = ζεμάτισμα  (Ρ)

Βασπραλέτ = φθινόπωρο  (Ρ)

Βασσίφ/βασσίβα = ψειριάρης/α  (Ρ), (Ξ)

Βάσσου = δικό σας  (Ρ)

Βαστέκανου/α/ου = πρησμένος/η/ο  (Ρ)

Βάτρε = μέσα  (Ρ), (Ξ), σπίτι  (Ρ)

Βάτρεσνου = συγγενής  (Ρ)

Βε = εσείς  (Ρ)

Βέζγκα = φρύδι  (Ρ)

Βέϊκα = κλαδί  (Ρ)

Βέρα = πίστη  (Ξ)

Βερεσπίτ  = ποδήλατο  (Ρ)

Βέτερ = αέρας  (Ρ), (Ξ)

Βέτσερ = νύχτα  (Ρ)

Βίλιτσκα = πιρούνι  (Ρ)

Βίλκα = βίλκα  (Ρ)

Βίντελνίτσα = παράθυρο (Ξ) 

Βίντεμ = βλέπω  (Ρ)

Βίντενιε = όραση  (Ρ)

Βίντρα = βίδρα  (Ξ)

Βισόκ/α/όκ = ψηλός/ή/ό  (Μύ)

Βισότσε = ψηλά  (Ρ), (Μύ), (Σμ)

Βίσσνιτσα = βύσσινο  (Ξ)

Βίτβαμ = βλέπω  (Ρ)

Βνουκ = εγγόνι  (Ξ)

Βνούτσκα = εγγονή  (Ξ)

Βολ = βόδι  (Ρ), (Ξ)

Βολενίτσα = θυμάρι  (Ρ)

Βόντα = νερό  (Ξ), (Ρ)

Βοντιντσιάρ = μυλωνάς  (Ξ)

Βόντνα ζμίε = νερόφιδο  (Ξ)

Βόργκα = καρούμπαλο  (Ξ)

Βόρτζελ = κόμπος  (Ρ)

Βόσα = σφήκα  (Ρ)

Βόσσκα = ψείρα  (Ρ)

Βούγιε (γ' ενικό) = ουρλιάζει (για το λύκο: βαλκάτ βούγιε)  (Ρ)

Βουντενίτσα = μύλος  (Ξ)

Βρατά = πόρτα  (Ρ)

Βρέμε = χρόνος  (Ξ)

Βρέσκαμ = βελάζω (για κατσίκα)  (Ρ)

Βρέσκανιε = βέλασμα  (για κατσίκα)  (Ρ)

Βρις = βρύση  (Ξ), (Ρ)

Βριτ = όλοι  (Ρ)

 

Γ

Για = εγώ  (Ρ), ή  (Ρ)

Γιαγκούπκα = γύφτισσα  (Ρ)

Γιάκου/α/ου = δυνατός/ή/ό  (Ρ)

Γιακούπτιν = αθίγγανος  (Ρ) 

Γιεγκούπτιν = αθίγγανος  (Ξ)

Γιαμ = τρώω  (Ρ)

Γιάμπαλκα = μηλιά, μήλο  (Ρ), (Ξ)

Γιάσλα = παχνί  (Ρ), (Ξ)

Γιέγκνε = προβατάκι  (Ρ)

Γιέλα = έλα  (Ρ)

Γιέλεν = ελάφι  (Ξ)

Γιέντενιε = φαγητό  (Ρ)

Γιερέμπιτσα = πέρδικα  (Ρ)

Γιεςς = σκαντζόχοιρος  (Ρ)

Γίνταμ = έρχομαι  (Ρ)

Γιουβίτσκα = φωλιά μικρή για πουλάκια  (Ρ)

Γιούνετου = μοσχάρι  (Ρ)

Γκάϊετ = πολύ (Ρ)

Γκάλεμ = αγαπάω  (Ρ)

Γκάλενιε = αγάπη  (Ρ)

Γκάραμ = βελανιδιά  (Ξ), δένδρο  (Ρ)

Γκάρβεν = κοράκι  (Ξ)

Γκάρλου = λάρυγγας  (Ρ)

Γκαρμί = βροντή  (Ρ), (Ξ)

Γκαρμί ντέντου = κατσαρίδα χωραφίσια  (Εχ)

Γκάρνε = πιθάρι  (Ρ)

Γκάρντεμ = ροχαλίζω  (Ρ)

Γκαρντένιε = ροχαλητό  (Ρ)

Γκαρόπαλου/α/ου = γυμνός/ή/ό  (Ρ)

Γκαρπ = πλάτη  (Ρ), (Ξ)

Γκας = πισινός  (Ρ)

Γκάσεμ = σβήνω  (Ρ)

Γκασίενε = σβήσιμο  (Ρ)

Γκέμπε ζζένα = έγκυος γυναίκα  (Ρ)

Γκλάνου/α/ου = πεινασμένος/η/ο  (Ρ)

Γκλάνουσαμ = πεινάω  (Ρ)

Γκλάντουχ = τυφλόφιδο  (Ξ)

Γκάρμπνικ = σπονδυλική στήλη  (Ξ)

Γκλιακ = ψηλός  (Ξ)

Γκλιένταμ = κοιτάζω  (Ρ)

Γκλιέντανιε = κοίταγμα  (Ρ)

Γκλούχου/α/ου = κουφός/ή/ό  (Ρ)

Γκνίεμ = σαπίζω  (Ρ)

Γκνίενιε = σάπισμα  (Ρ)

Γκνόϊ = τσίμπλα  (Ρ)

Γκοβνά = ακαθαρσίες  (Ρ)

Γκοντίνα = χρονιά  (Ρ)

Γκόρεμ = καίω  (Ρ)

Γκοτβάτσσκα = μαγείρισσα  (Ρ)

Γκουλεμίλ = Ιανουάριος  (Ξ)

Γκουλιάμου/α/ου = μεγάλος/η/ο  (Ρ)

Γκούρελιε = τσίμπλα  (Ξ)

Γκουρέσστου = ζέστη  (Ρ)

Γκουρίενιε = κάψιμο  (Ρ)

Γκουρτσίβου/α/ου = πικρός/ή/ό  (Ρ)

Γκούσστελ = σαλαμάνδρα  (Ρ)

Γκούστερ = σαύρα  (Ξ)

Γκουτφάρνικ = μάγειρας  (Ρ)

Γκράντεμ = χτίζω  (Ρ)

Γκραντίενιε = χτίσιμο  (Ρ)

Γκραντούσσκα = χαλάζι   (Ρ)

Γκρέμπεν = χτένα  (Ρ)

Γκρόζντιε = σταφύλι  (Ρ)

Γκρόζνου/α/ου = κακός/ή/ό, δυσάρεστος/η/ο  (Ρ)

Γκρόμπιε = νεκροταφείο  (Ρ)

Γλιμπόκ/α/ο = βαθύς/ά/ύ  (Μύ)

Γροπ = τάφος  (Ρ), (Ξ)

Γλάβα = κεφάλι  (Ρ)

 

Δ

 

Δαλέτσσε = μακριά  (Μύ)

 

Ε

Ερεσπίτ = ποδήλατο  (Κύ)

Έτσε = πολύ (για άνθρωπο)  (Ρ)

 

Ζ

 

Ζαβέζζανιε = δέσιμο  (Μύ)

Ζαβόρτομ = βιδώνω  (Ξ)

Ζαγκάλενιε = αγάπη  (Ρ)

Ζάϊτσε = λαγός  (Ρ)

Ζα κανά = γιατί  (Ρ)

Ζακαριενούσαμ = στενοχωριέμαι  (Ρ)

Ζακλάνου/α/ου = σφαγμένος/η/ο  (Ρ)

Ζακλούτσεμ = κλειδώνω  (Ρ)

Ζακλούτσεομ = κλειδώνω  (Μύ)

Ζαμίναμ = περνάω  (Ρ)

Ζαμπλέομ = αργώ  (Μύ)

Ζαμπλιάβαμ σα = αργώ  (Ρ)

Ζαντρέμαβομ = αποκοιμιέμαι  (Ξ)

Ζαούτρε = μεθαύριο  (Σμ)

Ζαούτρεσσνικ = μεθαύριο  (Σμ)

Ζαπ = δόντι  (Ρ), (Ξ)

Ζασεμέβαμ σα = ζαλίζομαι  (Ρ)

Ζασπάβομ = αποκοιμιέμαι (Ξ)

Ζασπάτ = κοιμισμένος  (Ρ), (Ξ)

Ζασστό = γιατί  (Ρ)

Ζαφτάσφαμ = προλαβαίνω  (Ρ)

Ζατφόρεμ = κλείνω  (Μύ)

Ζατφόρεν/α/ο = κλειστός/ή/ό  (Μύ)

Ζατφόρενου = κλειστός  (Ρ)

Ζαφάτομ = αρχίζω  (Ξ)

Ζαφτσσέρεσσνικ = προχθές  (Ρ)

Ζεϊτσέρ = αετός  (Ξ)

Ζελένου = πράσινο  (Ρ)

Ζεμέτα = πάτωμα  (Ρ)

Ζεμόσο = πάτωμα  (Μύ)

Ζετ = γαμπρός  (Ξ)

Ζέτβα = θερισμός  (Ξ)

Ζζέλακ = βελανίδι  (Ρ)

Ζζέλεζο = σίδερο  (Ρ)

Ζζέμπα = βάτραχος  (Ρ)

Ζζέντσκου = θηλυκό  (Ρ) ζζόντσκο (Ξ)

Ζζιβάνιε = ζωή  (Ρ), (Μύ)

Ζζιβίνα = ζωύφιο  (Ρ)

Ζζίεμ = ζω  (Μύ)

Ζζίλκα = φλέβα (Ρ)

Ζζίτου = δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη)  (Άν.Β)

Ζζίφ = ζωντανός  (Μύ)

Ζζόλβα = χελώνα  (Ρ)

Ζζόλεντ = βελανίδι  (Ξ)

Ζζόλτου = κίτρινο  (Ρ)

Ζήμαμ = παίρνω  (Ρ)

Ζιμόσε = χειμώνας  (Σμ)

Ζμίε = φίδι  (Ρ)

Ζνάεμ = γνωρίζω  (Ρ)

Ζντίγαμ = σηκώνω  (Ρ)

Ζνόϊ = ιδρώτας  (Ρ), (Ξ)

Ζντράβετς = άγριο γεράνι  (Ξ)

Ζντράβιε = υγεία  (Ρ), (Ξ)

Ζοπ = τροφή (αλόγου, γαϊδουριού, μουλαριού)  (Ξ)

Ζουμπίλνισα = τορβάς (τροφής αλόγου)  (Ξ)

Ζουνενίτσα = φράουλα  (Ξ)

Ζούνιτσα = φράουλα  (Ρ)

 

 

 

Ι  

Ι = και  (Ρ), (Ξ)

Ίγκλα = βελόνα  (Ρ)

Ίγραμ = παίζω, χορεύω  (Ρ)

Ιζβάνταμ = βγάζω  (Ρ)

Ίζβουρ = πηγή  (Ρ)

Ιζγκασίενου/α/ου = σβησμένος/η/ο  (Ρ)

Ιζγκνίετου/α/ου = σαπισμένος/η/ο  (Ρ)

Ιζγκουρένου/α/ου = καμμένος/η/ο  (Ρ)

Ιζγουρέν/α/ο = καμμένος/η/ο  (Μύ)

Ιζί = αυτός  (Μύ)

Ιζλίζαμ = ανεβαίνω  (Ρ)

Ιζλίζανιε = ανέβασμα  (Ρ)

Ιζλίζομ = ανεβαίνω  (Μύ)

Ίζμετα = στάβλος  (Ρ)

Ίμε = όνομα  (Ρ)

Ινεγκάνε = τότε  (Σμ)

Ινέι = αυτές  (Μύ)

Ίντομ = έρχομαι  (Ξ)

Ισέζι = αυτοί  (Μύ)

Ισέι = αυτά  (Μύ)

Ιτάμ = εκεί  (Μύ)

Ιτούι = εδώ  (Μύ)

Ισίπβαμ = αδειάζω  (Ρ)

Ισίπβανιε = άδειασμα  (Ρ)

Ισσίπβανου = αδειασμένος (μονο αρσ.)  (Ρ)

Ίσκρα = σπίθα  (Ρ)

Ίσταμ = θέλω  (Ρ)

 

Κ  

 

Κακ = πως;  (Ρ), (Ξ)

Καλ = λάσπη  (Ρ), (Ξ), βρωμιά  (Μύ)

Καλβάτς = τρυποκάρυδος   (Ρ), (Ξ)

Κάλενου/α/ου = λασπωμένος/η/ο  (Ρ)

Κάλτσκα = λεκάνη (σώματος)  (Ξ)

Κάματεν - τνα - τνου = όμορφος - η - ο  (Ξ)

Κάμεν = πέτρα  (Ρ), (Ξ)

Καμπλίτσα = καρδάρα  (Ρ)

Κανά = τι;   (Ρ), (Ξ)

Καντέ = που  (Ρ)

Κάπανιε = λούσιμο  (Ρ)

Κάπεμ σα = λούζομαι  (Ρ)

Καπίνα = βατομουριά  (Ξ), βατόμουρο, βατομουριά  (Ρ)

Καπίνκα = βατόμουρο  (Ξ)

Καπίτσα = φασολάκι (πράσινο)  (Ρ)

Κάπκα = σταγόνα   (Ξ)

Καρακάσσκα = καρακάξα  (Ρ)

Καρά παπούσσκα = πασχαλίτσα  (Ξ)

Κάρκαπάντσε = γυρίνος  (Εχ)

Κάρσσεμ = σπάω  (Ρ)

Καρταπάλε = πορτοκάλι  (Εχ)

Καρφ = αίμα  (Ρ), (Ξ)

Κάσβαμ = ονομάζομαι  (Ρ)

Κάσλεμ = βήχω  (Ρ)

Κάσλενιε = βήχας  (Ρ)

Κάσστα = σπίτι  (Ρ)

Κατερίτσα = σκίουρος  (Ξ), (Ρ)

Κάτσεμ σα = ανεβαίνω  (Ρ)  (κάτσαμ σα - Ξ)

Κινίγα = βιβλίο  (Ξ)

Κίσελίτσα = ξινόμηλο  (Εχ)

Κίσαλτσα = ξινόμηλο  (Ρ)

Κίτκα = λουλούδι  (Ξ), (Ρ)

Κίχα = φτάρνισμα  (Ρ)

Κίχαμ = φταρνίζομαι  (Ρ)

Κλαβαμ = βάζω  (Ρ)

Κλάμπου = κουβάρι  (Ρ)

Κλάνιε = σφάξιμο  (Ρ), (Άν.Θ)

Κλεμ = σφάζω  (Ρ)

Κλέπκα = βλεφαρίδα  (Ρ)

Κλιουτς = κλειδί  (Ρ)

Κόγκα; = σε ποιον/α;  (Ρ)

Κόγκαν = φωτιά (Ρ)

Κόζα = κατσίκι (Ρ)

Κοζέλ = τράγος  (Ρ)

Κόζζε = προβιά  (Ρ)

Κόϊε = ποιά / ποιός  (Ρ)

Κόκαλ = κόκκαλο (Ρ)

Κοκόσσκα = κότα  (Ρ)  (κόσσκα - Ρ, κουκόσσκα - Ξ)

Κολ = πάσσαλος, παλούκι  (Ρ), (Ξ)

Κολένου = γόνατο  (Ξ)

Κόμαρ = κουνούπι   (Ρ), (Ξ)

Κον = άλογο   (Ρ), (Ξ)

Κόπαντσε = γυρίνος  (Ξ)

Κόπελε = αγόρι  (Ξ)

Κόρα = φλούδα  (Ρ)

Κόρα ζζέμπα = βάτραχος  (Εχ)

Κόρι = φύλλο πίτας  (Ρ)

Κορμίνα = έντερο  (Ξ)

Κόρστ = μέση  (Ρ)

Κόσαμ = τρίχα  (Ρ)

Κόσεμ = θερίζω  (Ρ)

Κόσσα = δρεπάνι (για σιτάρι)  (Ρ)

Κότε = γάτα  (Ρ)

Κότερα = στάνη  (Ρ)

Κουίγιε = πηγάδι  (Ρ)

Κουκουβίτσκα = κούκος  (Ξ)

Κούκουβίτσσκα = κουκουβάγια  (Ρ)

Κουλένου = γόνατο  (Ρ)

Κουλίμπα = καλύβα  (Ρ)

Κουμπίρ = πατάτα  (Ρ)

Κουνάβι = κούνα  (Ξ)

Κουπάτςς = τσάπα  (Ρ)

Κουπόβαμ = αγοράζω   (Ρ), (Ξ)

Κουπόβομ = αγοράζω (Μύ)

Κουπόομ = αγοράζω (Μύ)

Κουπουβάτς = αγοραστής  (Ξ)

Κουρ = πέος  (Ρ), (Ξ)

Κουρέμ = κοιλιά (Ρ)

Κουσάτα = μαλλιά  (Ρ)

Κουστέν = καστανιά  (Ξ)

Κουτρά = ποιά  (Ξ)

Κουτρί = ποιος  (Ρ), (Ξ)

Κούτσε = σκύλος  (Ρ)

Κούτσκα = σκύλα  (Ρ)

Κούτσου = κουτσός  (Ρ) - κουτς  (Ξ)

Κράβα = αγελάδα (Ρ)

Κράϊ = άκρη  (Σμ)

Κραπ = κοντός  (Ξ)

Κράπου/α/ου = κοντός  (Ρ)

Κράσταβίτσα = αγγούρι  (Ρ)

Κρετς = τζίτζικας  (Ξ)

Κρέτσελ = τζίτζικας  (Ρ)

Κρίβου/α/ου = ανάποδος/η/ο  (Ρ)

Κρίβου = γωνία  (Ρ)

Κρίλου = φτερό  (Ρ)

Κροπ, κραπά, κρόπο = κοντός/ή/ό  (Μύ)

Κρουβάτσσκα = κλώσσα  (Ρ)

Κρούσσα = αχλαδιά  (Ξ)

Κρούσσε = αχλάδι  (Ρ), αχλαδιά  (Ρ), (Ξ)  

 

Λ 

Λάεμ = γαυγίζω  (Ρ), (Ξ)

Λάζζεμ = λέω ψέμματα  (Ρ)

Λαζνίκ = ψεύτης  (Ξ)

Λαϊκούτσκα = μαργαρίτα  (Ρ)

Λαϊνάνου/α = χεσμένος/η  (Ρ)

Λαϊνενίκ = άχρηστος  (Ρ)

Λάϊνο = σκατό (πλ. λάϊνα)  (Ρ)

Λαΐτσα = κουτάλι  (Ρ)

Λάνα = λάχανο  (Ρ)

Λανί = πέρυσι  (Ρ), (Σμ)

Λάνιτσα = μάγουλο (Ρ)

Λάντνου = δροσιά  (Ρ)

Λάπαβίτσα = χαλάζι  (Ξ)

Λαπάτα = φτυάρι  (Ρ)

Λαχτ = αγκώνας (Ρ)

Λέβου = αριστερά  (Ρ)

Λέγκαμ = ξαπλώνω  (Ρ)

Λέγνατ/α/ο = ξαπλωμένος/η/ο  (Μύ)

Λέδοφ, λέδοβα, λέδοβο = παγωμένος/η/ο  (Μύ)

Λέπεμ = βάφω, κολλάω   (Ρ), (Ξ)

Λεσίτσα = αλεπού  (Ρ), (Ξ)  / έξυπνος  (Ρ)

Λέσκασα = αστραπή  (Ρ)

Λέσκοβίτσα = φουντουκιά  (Ξ)

Λέσνικ = φουντούκι  (Ρ), (Ξ)

Λέσσκα = φουντουκιά   (Ρ), (Ξ)

Λέστουβίτσκα = χελιδόνι  (Ρ)

Λετ = πάγος  (Ρ)

Λιάλκα = κολοκύθα (μακρόστενη)  (Ρ)

Λιάτουτου = καλοκαίρι  (Ρ)

Λίζζεμ = γλύφω  (Ρ), (Ξ)

Λίζζενιε = γλύψιμο  (Ρ)

Λιούλκα = κούνια, αιώρα  (Ξ)

Λιούμπεμ = φιλάω  (Ρ)

Λιούμπενιε = φίλημα  (Ρ)

Λιούτα γιάμπαλκα = ξινόμηλο  (Ρ)

Λίπα = φλαμουριά  (Ρ)

Λίστου = φύλλο (δένδρου) (πληθ. λίστιε)  (Ρ)

Λόζα = κλήμα  (Ξ)

Λοζένου = αμπέλι  (Ξ)

Λοζνίτσα = κληματαριά  (Ξ)

Λότσκα = λάκκος  (Ρ)

Λουκ = κρεμμύδι   (Ρ), (Ξ), (Μύ)

Λούντου/α/ου = τρελός/ή/ό  (Ρ)

Λουπάτα = φτυάρι  (Ρ)

Λουπάτκα = μικρό φτυάρι  (Ρ)

Λούσσκα = κούνια  (Ρ)

 

Μ  

 

Μαγάρε = γαϊδούρι  (Ρ)

Μαγάρεσι πίσκαλ = γαϊδουράγκαθο  (Ξ)

Μάγκλα = ομίχλη (Ρ)

Μάζενιε = πασάλειμμα  (Ρ)

Μάϊκα = μητέρα  (Ρ), (Ξ)

Μαλκίλ = Φεβρουάριος  (Ξ)

Μάμκα = μητέρα  (Ξ)

Μάρλενιε = ζευγάρωμα προβάτων  (Ρ), (Άν.Θ)

Μάρσεβίτσα = νυχτερίδα  (Ξ)

Μάρσσεβου/α/ου = λιγνός  (Ρ)

Μάρσσεφ = λιγνός  (Ξ)

Μαρσνίκ = νυχτερίδα  (Ξ)

Mάρτα = Μάρτιος  (Ξ)

Μασλίνα = ελιά  (Ρ), (Ξ)

Μάσλο = βούτυρο  (Ρ)

Μάσστεχα = μητριά  (Ξ)

Μέλεμ = αλέθω  (Ρ), (Ξ)

Μερίσα = μυρωδιά  (Ρ)

Μέρκαμ = νιαουρίζω  (Ρ)

Μέσα = σαν  (Ρ)

Μεσετσίνκα = μήνας (Ρ) / φεγγάρι  (Ρ), (Ξ)

Μετ = μέλι  (Ρ)

Μέταμ = ρίχνω κάτω  (Ρ)

Μέτλα = σκούπα  (Ρ)

Μέτσσκα = αρκούδα  (Ρ), (Ξ)

Μίεμ = πλένω  (Ρ)

Μίενιε = πλύσιμο  (Ρ)

Μίλανιε = χάϊδεμα  (Μύ)

Μιλάομ = αγαπάω  (Μύ)

Μίλβανιε = χάϊδεμα  (Ξ)

Μίλοομτο = χαϊδεύω  (Μύ)

Μίσνιτσα = μασχάλη  (Ρ), (Ξ)

Μίσσκα = ποντικός  (Ξ), (Ρ)

Μίτζου = θείος (αδελφός του πατέρα) (Ξ)

Μλαντίκα = δενδράκι  (Ρ)

Μλάντου/α/ου = νέος/α/ο  (Ρ)

Μλάσστεμ = μασάω  (Ρ)

Μλόγκου = πολύ  (Ρ)

Μόγιου = δικό μου  (Ρ)

Μόζαμ = μπορώ  (Ρ)

Μολίτβα = δέηση  (Ξ)

Μόμα = κορίτσι  (Ρ)

Μομίνκα = κοριτσάκι (Ρ)

Μομίτσα = κοριτσάκι  (Ρ)

Μόμτσε = αγόρι  (Ρ)

Μόρσσαφ-αβα-αβο = αδύνατος-η-ο  (Μύ)

Μόρσσεβου/α/ου = αδύνατος/η/ο  (Ρ)

Μότζζεμ = μπορώ  (Ρ)

Μότσκου = αρσενικό  (Ρ)

Μούλε = άλογο  (Σμ)

Μουνίκ = σκυλάκι  (Ρ)

Μούσσεκ, μούισσκα, μούσσκο = μικρός/ή/ό  (Ρ)

Μούχα = μύγα  (Ρ)

Μπάϊκο = πατέρας  (Ξ), (Ρ)

Μπαϊρτσσκου σφίνε = αγριογούρουνο  (Ρ)

Μπάμπα = πεθερά  (Ρ), (Ξ)

Μπάμπκα = σπλήνα  (Ξ)

Μπαμπούλκα = έντομο  (Ξ)

Μπάρκαμ = ανακατεύω  (Ρ) 

Μπάρκανιε = ανακάτεμα  (Ρ)

Μπαρτζαλίβου/α/ου = βιαστικός/η/ο  (Ρ)

Μπάρτζαμ = βιάζομαι  (Ρ)

Μπάρτζανιε = βιασύνη  (Ρ)

Μπαρτσίνα = βουνό  (Ξ)

Μπασλαντίσφαμ = αρχίζω  (Ρ)

Μπατζζέ = καμινάδα  (Ρ)

Μπάτιου = μεγάλος αδελφός  (Ξ)

Μπέβολίτσα = βουβάλι  (Ξ)

Μπέγκαμ = τρέχω  (Ρ) / φεύγω  (Ρ)

Μπεζ = χωρίς  (Ξ)

Μπέλεμ = ξεφλουδίζω  (Ρ)

Μπέλου/α/ου = άσπρος/η/ο  (Ρ)

Μπέλουγιε = άσπρισμα  (Ρ)

Μπερεκετλίσβανιε = ευχαριστίες (Ξ) (το πρώτο συνθετικό είναι αραβικό δάνειο)

Μπλέγιενιε = βέλασμα (για πρόβατο)  (Ρ)

Μπλέεμ = βελάζω  (για πρόβατο)  (Ρ)

Μπικ = ταύρος  (Ρ)

Μπιλίβα μπαμπούλκα = βρωμούσα   (Ξ)

Μπιούγκριτζε = φασόλια  (Ρ)

Μπιούζγκαλ = σκαθάρι  (Ξ)

Μπίσκα = στήθος  (Ρ)

Μπλίζε = κοντά  (Ρ), (Μύ), (Σμ)

Μπλίζνου = κοντινός  (Ρ)

Μπλίσκο = κοντά  (Σμ)

Μπόλβομ = κάνω εμετό  (Ρ)

Μπόλνου = άρρωστος  (Ρ)

Μπόλνουιε = αρρώστια  (Ρ)

Μπομπ = φασόλι  (Ξ)

Μπόρζανιε = γρηγοράδα  (Σμ)

Μπόρκα = έλατο  (Ξ)

Μπόρκομ = ανακατεύω  (Ξ)

Μπόρνα = χείλος (πληθ. μπόρνιτε)  (Ρ)

Μπόρσσκομ = βιάζομαι  (Σμ)

Μπουκ = οξιά  (Ξ)

Μπούλα = μεγάλη αδελφή  (Ξ), (Ρ)

Μπουλί = πονάω  (Ρ)

Μπούμπο = πατέρας  (Ρ)

Μπουρίκα = πεύκο  (Ξ)

Μπουρίλο = κάδος ξύλινος για αϊράνι  (Ξ)

Μπουρίλου = κάδος ξύλινος για αϊράνι  (Ρ)

Μπουρσούκ = ασβός  (Ρ)

Μπουρτζζέ = φασόλια  (Εχ)

Μπουστάν = καρπούζι  (Ρ)

Μπράντα = γένια  (Ρ), (Ξ)

Μπράσνου = αλεύρι  (Ρ)  (μπράσσνο - Ξ)

Μπρατ = αδελφός  (Ρ), (Ξ)

Μπρατσέ  = ξάδερφος  (Ρ)

Μπρούνκα = δαμασκηνιά / δαμάσκηνο  (Εχ)

Μράζεμι = κρυώνω  (Μύ)

Μράζι = κρύο  (Ρ), μραζ (Μύ)

Μραούλνικ = μυρμηγκοφωλιά  (Ρ)

Μράφκα = μυρμήγκι  (Ξ), (Ρ))

Μόρσσεβου = αδύνατος  (Ρ)

Μότικα = τσάπα  (Ρ)

 

Ν 

 

Να = στον,στη, στο  (δηλώνει κίνηση), (Ρ), (Σμ)

Να βον = προς τα έξω  (Μύ), (Σμ)

Να βότρε = προς τα μέσα  (Μύ), (Σμ)

Ναγούνταμ = βρίσκω  (Ρ)

Νακβάσενου = βρεγμένος  (Ρ)

Ναλιάνα ζζένα = έγκυος γυναίκα  (Ρ)

Ναλιάνου/α/ου = γεμάτος/η/ο  (Ρ)

Ναλίβαμ = γεμίζω  (Ρ) 

Ναλίβανιε = γέμισμα  (Ρ)

Ναλίβομ = γεμίζω  (Ξ)

Νάνεντα = έκπληξη  (Ξ)

Ναντεβάμ σα = ντύνομαι  (Ρ)

Νάντενεμ = φοράω  (Ρ)

Να ντόλ = προς τα κάτω  (Μύ), (Σμ)

Νάπαρτκα = οχιά  (Ρ)

Ναπαρτσίενου/α/ου = κομματιασμένος/η/ο  (Ρ)

Ναπικάνου/α/ου = κατουρημένος/η/ο  (Ρ)

Ναπρέσς = παλιά  (όταν αρχίζεις μια ιστορία)  (Σμ)

Νάσσου = δικό μας  (Ρ)

Νατζάτ = προς τα πίσω  (Μύ), (Σμ)

Νατζιράτελ = επιστάτης  (Ξ)

Νατπρέσς = προς τα μπροστά  (Σμ)

Ναχόντεμ = βρίσκω  (Ξ)

Νε = εμείς  (Ρ)

Νέϊνου = δικό της  (Ρ)

Νέϊτ = νύχι  (Ρ)

Νέκβου = δικό του  (Ρ)

Νεντέλε = Κυριακή  (Ξ)

Νέσε = σήμερα  (Ρ)

Νι = ούτε  (Ξ)

Νίβα = χωράφι  (Ρ)

Νιβέστα = νύφη  (Ξ)

Νι κόϊ = κανένας  (Ρ)

Νίκουγκα = ποτέ  (Σμ)

Νίσκο = χαμηλό  (Ξ)

Νίστσε = χαμηλά  (Σμ)

Νόγα / νόγκα = πόδι  (Ρ)

Νοζζ = μαχαίρι  (Ρ)

Νος = μύτη  (Ρ)

Νόσεμ = μεταφέρω, κουβαλάω  (Ξ), (Ρ)

Νοφ, ναβά, νόβο = καινούριος/α/ο  (Μύ)

Ντα = να  (δηλώνει σκοπό), (Ρ), (Σμ)

Ντάβαμ = δίνω  (Ρ)

Νταγκουντίνα = του χρόνου  (Σμ)

Ντάϊμα = πάντοτε, συνέχεια  (Σμ)

Νταλέτσσε = μακριά  (Σμ)

Νταμπέλ, νταπέλα = χοντρός/ή  (Μύ)

Ντάρβου = ξύλο  (Ξ), (Ρ)\

Ντάσκα = σανίδα  (Ρ)

Νταςς = βροχή  (Ρ), (Ξ)

Νταχόντεμ = έρχομαι  (Ξ)

Ντελέτσσε = μακριά  (Ρ)

Ντεν = ημέρα  (Ρ)

Ντέραμ = γδέρνω  (Ρ)

Ντεράνιε = γδάρσιμο  (Ρ)

Ντέργκα = κίσσα  (Ξ)

Ντέτε = μωρό  (Ρ)

Ντίρκα = πατούσα (Ρ)

Ντβορ = αυλόγυρος  (Ρ)

Ντέλεμ = μοιράζω  (Ρ)

Ντεμπέλου = χοντρός  (Ρ)

Ντεμπέλσα = μπούτι  (Ξ)

Ντέντου = παππούς  (Ρ)

Ντερίνου/α/ου = βαθύς/ά/ύ  (Ρ)

Ντεστερέ = κορίτσι  (Ρ)

Ντιβάκ = άγριος  (Ξ)

Ντίβου/α/ου = ανάποδος/η/ο  (Ρ)

Ντίβου κότε = αγριόγατα  (Ρ)

Ντίβου σφίνε = αγριογούρουνο  (Ξ)

Ντοβέτς = χήρος  (Ξ)

Ντόγιεμ = αρμέγω  (Ρ), (Ξ)

Ντομ = σπίτι  (Ξ)

Ντουβίτσα = χήρα  (Ρ), (Ξ)

Ντουγιένιγιε = άρμεγμα  (Ξ)

Ντούλε = κυδώνι  (Ρ)

Ντουλέκ = πεπόνι  (Ρ)

Ντουλέτσσε = μακριά  (Μύ)

Ντούμα = κουβέντα  (Ρ), (Ξ)

Ντουνίσαμ = φέρνω  (Ρ)

Ντούντα (μπέλα ή τσσόρνα) = μουριά (άσπρη ή μαύρη)  (Ρ)

Ντούπκα = τρύπα, πισινός  (Ρ)

Ντουρί = μέχρι  (Ρ)

Ντούσσε = ψυχή  (Ρ)

Ντούφαμ = φυσάω  (Ρ)

Ντουφανιε = φύσημα  (Ρ)

Ντράνιε = γδάρσιμο  (Άν.Θ)

Ντράσκαμ = γρατζουνάω (για άνθρωπο)  (Ρ)

Ντράσκανιε = γρατζούνισμα (για άνθρωπο)  (Ρ)

Ντρεν = κράνο  (πλ. ντρένιε)  (Ρ)

Ντρεπ = συκώτι  (Ξ)

Ντρίπα = ρούχο  (Ρ)

Ντρούγκετντεν = μεθαύριο  (Ρ)

 

Ο 

Ογκλάφ = χαλινάρι  (Ρ)

Οζζένετου = παντρεμένος (Ρ)

Όκο = μάτι  (Ρ)

Ομπέλενιε = ξεφλούδισμα  (Ρ)

Ομπέλενου/α/ου = ξεφλουδισμένος/η/ο  (Ρ)

Όμπλακ = σύννεφο  (Ρ)

Όμπρας = πρόσωπο (Ρ)

Όντεμ = πηγαίνω  (Ρ)

Όπασσκα = ουρά πουλιού  (Ρ)

Όραχ = καρύδι, καρυδιά  (Ξ)

Όρεϊ = καρύδι  (Ρ)

Ότνα = γιατί  (Ρ)

Ούβο = καλό  (Ρ)

Ουβότρε = μέσα  (Μύ), (Σμ)

Ουγκάλενου/α/ου = αγαπημένος/η/ο  (Ρ)

Ουδρίομ = χτυπάω  (Μύ)

Ουδρίτ/α/ο = χτυπημένος/η/ο  (Μύ)

Ούϊκο = θείος (αδελφός της μητέρας) (Ξ)

Ουκάλεν/α/ο = βρώμικος/α/ο και λερωμένος/η/ο (Μύ)

Ουκάλεομ = λερώνω  (Μύ)

Ουκράδανιε = κλέψιμο  (Μύ)

Ουκράδεμ = κλέβω  (Μύ)

Ούλουβίτσα = κουκουβάγια  (Ξ)

Ουλουβίτσκα = κουκουβάγια (το μικρό πουλάκι)  (Ξ)

Ουμ = μυαλό  (Ρ)

Ουμίενου/α/ου = πλυμένος/η/ο  (Ρ)

Ουμίρομσι = πεθαίνω  (Μύ)

Ουμπάρνατου = προσανατολισμένος  (Ρ)

Ουμρένο = πεθαμένος  (Ρ)

Ουμρέτ = πεθαμένος (Μύ)

Ουντενίτσα = μύλος  (Ρ)

Ουντεράνου/α/ου = γδαρμένος/η/ο  (Ρ)

Ουντόλ = κάτω  (Ρ)

Ουπίναμ = ρουφάω  (Ρ)

Ουπίνατιε = ρούφηγμα  (Ρ)

Ουπίραμ = ακουμπάω  (Ρ)

Ουπίρανιε = άγγιγμα  (Ρ)

Ουπλάκβανιε = παράπονο  (Ρ)

Ουπλάσσασο = τρομάζω  (Μύ)

Ουπλέτενου/α/ου = πλεγμένος/η/ο  (Ρ)

Ουπρασσίενου/α/ου = σκονισμένος/η/ο  (Ρ)

Ουπρένου/α/ου = ακουμπισμένος/η/ο  (Ρ)

Ουράλου = αλέτρι  (Ρ)

Ουρίγκβαμ σα = ρεύομαι  (Ρ)

Ουρίγκβανιε = ρέψιμο  (Ρ)

Ουρούμιν = Έλληνας  (Ρ), (Ξ)

Ούσσου = αυτί  (Ρ)

Ουστάεμ = αφήνω  (Ρ)

Ουστάνβαμ = μένω  (Ρ)

Ουστάρκνατου/α/ου = μουδιασμένος/η/ο  (Ρ)

Ουστάτα = στόμα  (Ρ)

Ουστρίγκανου/α/ου = κουρεμένος/η/ο  (Ρ)

Ουτ = από  (Ρ), (Ξ)

Ουτβάν = έξω  (Ρ)

Ουτγκόρε = επάνω  (Ρ)

Ουτμπίβανιε = απογαλακτισμός  (Ρ), (Άν. Θ)

Ούτρε = αύριο  (Ρ)

Ουτσένιε = μάθηση  (Ξ)

Ουτσίτελ = δάσκαλος  (Ξ)

Ουτφάρεμ = ανοίγω  (Ρ)

Ουτφόρενου = ανοιχτός  (Ρ)  (ουτόρενου - Ρ)

Ούχκανιε = αναστεναγμός  (Ρ)

Όφτσα = πρόβατο  (Ρ)

Οφτσσάρ = βοσκός  (Ρ)

 

Π  

 

Πάεκ = αράχνη (Ξ), (Ρ)

Παεζζίνα = ιστός αράχνης  (Ξ)

Παζζετίνα = ιστός αράχνης  (Ρ)

Πακ = πάλι (Ξ)

Παλ = αρουραίος  (Ρ)

Πάλε πούλε = σαλιγκάρι  (Εχ)

Πάλεμ = καπνίζω  (Ξ)

Πάλεσνικ = υνί  (Ξ)

Παλχ = αρουραίος  (Ξ)

Παμίνομ = περνάω  (Σμ)

Πάνταμ = πέφτω  (Ρ)

Παντίνκα = ρυάκι  (Ξ)

Παπ = ομφαλός  (Ξ)

Πάπκα = θηλή  (Ξ)

Πάπρατ = φτέρη  (Ρ)

Πάπρετ = φτέρη  (Ξ)

Παράτικου/α/ου = άχρηστος/η/ο  (Ρ)

Παρβάκ = πρωτάρης  (Ξ)

Παρλίφ, παρλία, παρλίο = καυτός  (Μύ)

Πάρντεμ = κλάνω  (Ρ)

Παρντένιε = κλανιά με δυνατό ήχο   (Ξ)

Παρσνέ = κλανιά με χαμηλό ήχο  (Ξ)

Παρστ = δάκτυλο  (Ξ)

Πάρτσεμ = κομματιάζω  (Ρ)

Πάρτσενιε = ζευγάρωμα κατσικιών  (Άν.Θ)

Παρτσένιε = κομμάτιασμα  (Ρ)

Πόρτσενιε = ζευγάρωμα κατσικιών (Ρ)

Πάσαμ = βόσκω  (Ρ) 

Πάσομ = βόσκω  (Ξ)

Πάσσκα = κουκούτσι (πληθ. -ι)  (Ρ)

Πασταρβάκ = σαλαμάνδρα  (Ξ)

Πατ = δρόμος  (Ρ), (Ξ)

Πατ πάτι = τζιτζίκι  (Εχ)

Πεγιάτελ = αναγνώστης  (Ξ)

Πέγιεμ = διαβάζω, τραγουδάω  (Ρ)

Πέκ = ζέστη  (Μύ)

Πένου/α/ου = μορφωμένος/η/ο  (Ρ)

Πέπαλ = στάχτη  (Ρ)

Περεσσούνα = πούπουλο  (Ρ)

Περπελούδα = πεταλούδα  (Ρ)

Πέσεκ = άμμος  (Ρ)

Πετ = πέντε  (Ρ)

Πετέλ = κόκορας  (Ρ)

Πετσέ = ζέστη  (Ρ)

Πέτσε ντέτε = τζιτζίκι  (Ρ)

Πίβα = χωράφι  (Ρ)

Πίεμ = πίνω  (Ρ)

Πίκαμ σα = αφοδεύω  (Ρ)

Πικάνιε = αφόδευση  (Ρ)

Πιλτς = πουλί  (Ρ)

Πίλτσισστου λάινου = κουτσουλιά  (Ρ)

Πισάνιε = γράψιμο  (Ξ)

Πίσκαλ = αγκάθι   (Ρ), (Ξ)

Πιστέλκα = φλογέρα  (Ξ)

Πίτα = κερήθρα  (Ρ)

Πίταμ = ρωτάω  (Ρ)

Πλάκανιε = κλαψούρισμα  (Ρ)

Πλάμεν = φλόγα   (Ρ), (Ξ)

Πλάμενίτσα = άγρια φράουλα  (Ξ)

Πλανίνα = μεσημέρι  (Ρ)

Πλατίενου/α/ου = πληρωμένος/η/ο

Πλάτσεμ = κλαίω  (Ρ)

Πλέταμ = πλέκω  (Ρ)

Πλέτανιε = πλέξιμο  (Ρ)

Πλόντεμ = αραιώνω  (Ρ), (Ξ)

Πλόντενιε = πολλαπλασιασμός  (Ρ)

Πο μπονμπάϊκο = πατριός  (Ξ)

Πολάτκα = κοτόπουλο  (Ρ)

Πόλνεμ = γεμίζω   (Ρ), (Ξ)

Πόλνενιε = γέμισμα  (Ρ)

Πόλνου/α/ου = γεμάτος/η/ο  (Ρ)

Πομ = πηγαίνω  (Ρ)

Πομλόγκουτου = πιο πολύ  (Ρ)

Πόμνεμ = θυμάμαι  (Μύ), (Ρ)

Πονασέτανκο = αργότερα  (Σμ)

Πονασέτνο = αργότερα  (Σμ)

Πόνιτσα = ταψί για ψήσιμο ψωμιού  (Ρ)

Πόνταμ = πηγαίνω  (Ρ)

Πο ντασστερένα = υιοθετημένη κόρη  (Ξ)

Ποπ = παπάς  (Ξ)

Πόπετα = ερώτηση  (Ρ)

Πόπιτάϊ = ερώτηση  (Ρ)

Πορτοκάλ = πορτοκάλι  (Ξ)

Πόρενκο = πριν  (Σμ)

Πορς = χώμα  (Ρ), (Μύ)

Πορστ = δάκτυλο  (Ρ)

Πόρτσσεμ = κάνω σεξ  (Ρ)

Πόρτσσενιε = ζευγάρωμα ζώων  (Ρ)

Πο σινενίκ = υιοθετημένος γιος  (Ξ)

Πόσρεσκα = συνάντηση  (Ρ), (Ξ)

Πότσιβο = συνήθως  (Σμ)

Πουγουπέντ/ νκα = χαμένος/ η  (Ξ)

Πούκαμ = σκάω  (Ρ) / πυροβολώ  (Ξ)

Πούκανίτσα = καλαμπόκι για ποπ κορν  (Ξ)

Πουμάγκαμ = βοηθώ  (Ρ)

Πουμάγκανιε = βοήθεια  (Ρ)

Πουνεντέλνικ = Δευτέρα  (Ξ)

Πουσλιάνου/α/ου = απλωμένος/η/ο  (Ρ)

Πουσλόβιτσα = παροιμία  (Ξ)

Πουστίλαμ = απλώνω  (Ρ)

Πουστίλανιε = άπλωμα  (Ρ)

Πουστίραμ = απλώνω  (Ρ)

Πουστίρανιε = άπλωμα  (Ρ)

Πουτ = κάτω από   (Ρ), (Ξ)

Πούτκα = αιδοίο  (Ρ), (Ξ)

Πουτπίσανου = γραμμένος  (Ρ)

Πουτσίρενιε = τυροποιΐα  (Ρ)

Πουτσμίβανιε = χαμόγελο  (Ρ)

Πουφνέ = κλανιά χωρίς ήχο  (Ξ)

Πρα = σκόνη  (Ρ)

Πράβεμ = κάνω  (Ξ), (Ρ)

Πράβιε = δίκαιο  (Ξ)

Πράβο = ίσιο  (Ξ)

Πράβου/α/ου = δίκαιος/α/ο, ίσιος/α/ο  (Ρ)

Πράζαν = άδειος  (Ξ)

Πράζνου/α/ου = άδειος/α/ο  (Ρ)

Πραλέτ = άνοιξη  (Σμ)

Πράσκα = βερίκοκο, ροδάκινο  (Ξ)

Πρασσίφ/πρασσίβα = σκονισμένος/η  (Ρ), (Ξ)

Πρέβνουκ = δισέγγονο  (Ξ)

Πρέκαλ = αλατόνερο  (Ξ)

Πρες = χωρίς  (Ρ)

Πρεσκουρέμ = χωρίς κοιλιά (Ρ)

Πρέσνο = γάλα  (Ρ), (Ξ)

Πρέσουλ = αλατόνερο  (Κ)

Πριστάβανιε = συγγνώμη  (Ξ)

Πριστίπανιε = συγγνώμη  (Ξ)

Πριστίπαμ = συγχωρώ  (Ξ)

Πρεστίρομ = απλώνω  (Ξ)

Πριγιάτελ = φίλος  (Ξ)

Πριζ = χωρίς  (Ξ)

Πριμάζβαμ = σκοτώνω  (Ρ)

Πριπέβαμ = μοιρολογώ  (Ρ)

Πριπέβανιε = μοιρολόϊ  (Ρ)

Πριπόρτσενου/α/ου = ζευγαρωμένος/η/ο  (για ζώα)  (Ρ)

Προμπλέμ = πρόβλημα  (Ρ)

Προνταβάτς = πωλητής  (Ξ)

Πρόσεμ = ζητιανεύω  (για φαγητό)  (Ρ)

Πρόσενιε = ζητιανιά (για φαγητό)  (Ρ)

Προυβάνταμ = στέλνω  (Ρ)

Προυμένεμ σα = αλλάζω (για ρούχα)  (Ρ)

Προυντάβαμ = πουλάω  (Ρ)

Προυντάντενου/α/ου = πουλημένος/η/ο  (Ρ)

Πσινίτσα = σιτάρι  (Ξ)

Πτσόβαμ = βρίζω  (Ρ)

Πτσόβανιε = βρίσιμο  (Ρ)

 

Ρ  

 

Ράβνου = ίσος  (Ρ)

Ράδανιε = γέννα (Μύ)

Ραζμπίρομ = κατανοώ  (Ξ)

Ράκα = χέρι  (Ρ)

Ράμου = ώμος  (Ρ)

Ράμποτα = δουλειά, εργασία  (Ρ)

Ράμποτεμ = δουλεύω  (Ρ)

Ράνο = νωρίς  (Σμ)

Ράνταμ = γεννάω  (Ρ)  - ράντομ - (Ξ), (Μύ)

Ράντβανιε = αγκαλιά  (Ξ)

Ράπτα = δουλειά, εργασία  (Ρ)

Ραςς = σίκαλη  (Ξ)

Ρέβαμ = βελάζω (για αγελάδα)  (Ρ)

Ρεβάνιε = βέλασμα (για αγελάδα)  (Ρ)

Ρέζζανιε = κόψιμο  (Ρ), (Μύ)

Ρέζζεμ = κόβω  (Ρ)

Ρέζζομ = κόβω  (Μύ)

Ρέκουφσκα ζμίε = νερόφιδο  (Ρ)

Ρίζαμ = κόβω  (Ρ)

Ρίμπα = ψάρι  (Ρ)

Ριμπάρ = ψαράς  (Ξ)

Ρίπκαμ = πηδάω  (Ρ)

Ρίπκανιε = πήδημα  (Ρ)

Ροκ = κέρατο (πληθ. ρόκβε)  (Ρ)

Ρούκαμ = φωνάζω  (Ρ)

Ρούκανιε = φώναγμα  (Ρ)

Τέμνου = σκοτάδι  (Ρ)

Ρόμελ = μυλόπετρα  (Ρ)

Ρούκαμ = φωνάζω  (Ρ)

 

Σ  

Σάλμεν = σαλιγκάρι  (Ξ)

Σάλτζα = δάκρυ  (Ρ), (Ξ)

Σαμ = είμαι  (Ρ)

Σαμπάρεμ = γκρεμίζω   (Ρ), (Ξ)

Σαμπάρενιε = γκρέμισμα  (Ρ)

Σαμπόρενου/α/ου = γκρεμισμένος/η/ο  (Ρ)

Σάμπουτα = Σάββατο  (Ξ)

Σαν = όνειρο  (Ρ)

Σάντεμ = φυτεύω  (Ρ)

Σαντιένιε = φύτεμα  (Ρ)

Σβίνε = γουρούνι  (Ξ)

Σε = τώρα  (Ρ)

Σέε = κοσκίνισμα  (Ρ)

Σέεμ = κοσκινίζω  (Ρ)

Σελενίν = χωρικός  (Ξ)

Σέλου = χωριό  (Ξ), (Ρ)

Σέμε = σπέρμα / σπόρος  (Ρ)

Σένκα = σκιά  (Ρ), (Ξ)

Σέντεμ = κάθομαι  (Ρ), (Ξ)

Σέραμ = χέζω  (Ρ)

Σέστρα = αδελφή  (Ρ), (Ξ)

Σέταμ σα = καταλαβαίνω  (Ρ)

Σέτνε = ύστερα  (Ρ), (Μύ)

Σέτνο = ύστερα  (Σμ)

Σέτρα = σακάκι  (Ξ)

Σέτσσεμ = κόβω  (Ρ)

Σιβάτς = ράφτης  (Ξ)

Σίβου = γκρίζο  (Ρ)  (σίβο - Ξ)

Σιν = γιος  (Ξ)

Σίνου = μπλε  (Ρ)

Σίπβαμ = αδειάζω  (Ρ)

Σίπβανιε = άδειασμα  (Ρ)

Σίρενιε = τυρί  (Ρ), (Ξ)

Σιρόκ/α/ο = φαρδύς/ιά/ύ  (Σμ)

Σκάκαλ = ακρίδα  (Ρ), (Ξ)

Σκάσιεμ = σπάω  (Ρ)

Σκάτλα = ακρίδα  (Ρ)

Σκέμλε = καρέκλα   (Ρ), (Ξ)

Σκόρα = πρόσφατα  (Μύ), (Σμ)

Σκρίβαμ = κρύβω  (Ρ)

Σκρίβανιε = κρύψιμο  (Ρ)

Σκρίενου/α/ου = κρυμμένος/η/ο  (Ρ)

Σλάμα = άχυρο  (Ρ), (Ξ)

Σλαμάρνισα = αχυρώνας (Ξ)

Σλάτκο = γλυκό  (Ρ), (Ξ)

Σλέντεμ = ακολουθώ  (Ρ), (Ξ)

Σλεπ = τυφλός  (Ξ)

Σλιάπου/α/ου = τυφλός/ή/ό  (Ρ)

Σλίβα = δαμασκηνιά, δαμάσκηνο  (Ξ)

Σλόντσε = ήλιος  (Ρ), (Ξ)

Σλουσιάτελ = ακροατής  (Ξ)

Σμέμ σα = γελάω  (Ρ)

Σμένιε = γέλιο  (Ρ)

Σμοκ = λαφιάτης (είδος φιδιού)  (Ξ)

Σμόκβα = συκιά  (Ρ)

Σνεκ = χιόνι  (Ξ), (Ρ)

Σνόσστι = χθες βράδυ  (Ρ)

Σόπλε = μύξα  (Ρ)

Σόρνε = ζαρκάδι  (Ρ)  (σάρνα - Ξ)

Σουρόβου/α/ου = άβραστος, ωμός  (Ρ)

Σόρτσε = καρδιά (Ρ), (Ξ)

Σουπά = μουλάρι  (Ρ)

Σούρναμ = σέρνω  (Ρ)

Σούρνανιε = σύρσιμο  (Ρ)

Σούρνατου/α/ου = συρόμενος/η/ο  (Ρ)

Σούτσσεμ = καθαρίζω  (Ρ)

Σούχου = στεγνός  (Ρ)

Σπανάεκ = σπανάκι  (Ρ)

Σπεμ = κοιμάμαι  (Ρ)

Σπουζνάβανιε = γνωριμία  (Ξ)

Σραμ  = ντροπή  (Ρ) - στραμ   (Ξ)

Σρέντα = Τετάρτη  (Ξ)

Σσα = θα  (Μύ)

Σσάϊκα = καρφί  (Ρ)

Σσίε = σβέρκο  (Ρ), λαιμός  (Μύ)

Σσίεμ = ράβω  (Ρ)

Σσίενιε = ράψιμο  (Ρ)

Σσίπκα = άγρια δαμασκηνιά  (Ρ), αγριοτριανταφυλλιά  (Ξ)

Σσλίζαμ = κατεβαίνω  (Ξ), (Ρ)

Σσλίζανιε = κατέβασμα  (Ρ)

Σσμενιέ = γέλιο  (Μύ)

Σσόνατ/α/ο = καθισμένος/η/ο  (Μύ)

Σστε = θα  (Ρ)

Σταν = αργαλειός  (Ρ), (Άν.Θ)

Στάνβαμ = σηκώνομαι  (Ρ)

Σταρ = γέρος  (Ξ)

Στάρου/α/ου = γέρος, γριά, γέρικο  (Ρ)

Στάρσσελε = σφήκα (Εχ)

Στίπαμ = πατάω  (Ρ)

Στοπάν = είδος φιδιού σε περιοχή Θερμών Ξάνθης  (Ξ)

Στόρζζομ = γρατζουνάω  (Ξ)

Στόρτζζεμ = γρατζουνάω (για πράγματα)  (Ρ)

Στόρτζζενιε = γρατζούνισμα (για πράγματα)  (Ρ)

Στουντένο/α/ο = κρύος/α/ο  (Μύ)

Στουπίγιενου/α/ου = λιωμένος/η/ο  (Ρ)

Στράμαγιε = φοβάμαι  (Ρ)

Στράσσνου = άγριος  (Ρ)

Στράχ = φόβος  (Μύ)

Στράχμοε = φοβάμαι  (Μύ)

Στράχμαγια = φοβάμαι  (Ρ)

Στρελούμκα = σαΐτα (είδος φιδιού)  (Ξ)

Στρίγκανιε = κούρεμα  (Ρ), (Άν.Θ)

Στρίτζεμ = κουρεύω  (Ρ)

Σφάτμπα = γάμος  (Ρ)

Σφετ = ζαλάδα (Μύ)

Σφέτλου = φως  (Ρ)

Σφίνε = γουρούνι  (Ρ) 

Σφιούρεμ = σφυρίζω  (Ρ)

Σφιούρκα = σφυρίχτρα  (Ρ)

 

Τ  

 

Ταμαφίλ = αυτοκίνητο  (Ξ)

Ταρμπούχ = στομάχι  (Ξ)

Τάτκου ντέντο = προπάππος  (Ξ)

Τβε = δύο  (Ρ)

Τέγλενιε = ζύγισμα  (Ξ)

Τέϊζι να μόμα = ξαδέρφη  (Ρ)

Τεκμέτα = κλωτσιά  (Ρ)

Τέλε = μοσχάρι  (Ρ), (Ξ)

Τένου = δικό τους  (Ρ)

Τεντράφελ = τριαντάφυλλο  (Ξ)

Τέσσκου = βάρος  (Ρ)

Τεστόν = ζυμάρι  (Μύ)

Τζζούεμ = ακούω (Μύ)

Τι = εσύ  (Ρ)

Τιε = αυτή / εκείνη  (Μύ)

Τίκλι = πέτρα (παραδοσιακή) σκεπής  (Ρ)

Τίκφα = κολοκύθα  (Ρ)

Τίπαμ = κλωτσάω  (Ρ)

Τόι = αυτός, αυτό / εκείνος, εκείνη  (Μύ)

Τόκαλατσς = σβούρα  (Ρ)

Τοπάβιτσα = μαγγανοπήγαδο  (Ξ)

Τόπεμ = λιώνω  (Ρ)

Τόπλου = ζέστη  (Ρ)

Τόπλοφ, τόπλοβα, τόπλοβο = ζεστός/ή/ό  (Μύ)

Τόρνικ = Τρίτη  (Ξ)

Τουβάρεμ = φορτώνω  (Ρ)

Τουγιάγκα = μπαστούνι  (Ξ)

Τούμκαμ = χτυπάω το νταούλι  (Ρ)

Τούμκανιε = το χτύπημα του νταουλιού  (Ρ)

Τουπένιε = λιώσιμο  (Ρ)

Τούρμα = καπνός (φωτιάς)  (Ρ)

Τούρτσιν = Τούρκος  (Ρ), (Ξ)

Τρατάλκα = κουδούνα  (Ξ)

Τρέμεμσο = τρέμω  (Μύ)

Τρι = τρία  (Ρ)

Τρίβω = τρίεμ  (Ρ)

Τριφίλ  = τριφύλι   (Ξ)

Τσατβάρτακ = Πέμπτη  (Ξ)

Τσάτκα = σπυρί  (Ρ)

Τσενίτσα = σιτάρι  (Ρ)

Τσερνίτσα = μουριά, μούρο  (Ξ)

Τσιρίκομ = τσιρίζω  (Σμ)

Τσούιε = ποιό  (Ρ)

Τσούντνο = ενδιαφέρον  (Ξ)

Τσρίκαμ = κλαίω  (Ρ)

Τσρίκανιε = κλάψιμο  (Ρ)

Τσβέζντα = αστέρι  (Ρ)

Τσετίετα = σκεπή  (Ρ)

Τσιρέσσε = κεράσι  (Ρ)

Τσιστάτς = καθαριστής  (Ξ)

Τσίστου/α/ου = καθαρός/ή/ό

Τσούιεμ = ακούω  (Ρ)

Τσσέλα = μέλισσα  (Ρ)

Τσσέλου = μέτωπο (Ρ)

Τσσόρνου/α/ου = μαύρος/η /ο  (Ρ)

Τσσούβαμ = φυλάω  (Ρ)

Τσσουζ/ζντα = ξένος/η  (Ρ)

Τσσουρέσσε = κεράσι, κερασιά  (Ξ)

Τσσερβένου = κόκκινο  (Ρ)

Τσσέτρι = τέσσερα  (Ρ)

Τσσι = υγρασία  (Ρ)

Τσσόρφ = σκουλήκι  (Ρ)

Τσσούβαμ = φυλάω  (Ρ)

Τσσούκαμ = χτυπάω  (Ξ), (Ρ)

Τσσουλάκ = άντρας  (Ρ) 

Τσσουλέκ = άντρας  (Ξ)

Τσσουλέτσσκα = κόρη (οφθαλμού)  (Ξ)

Τσσούντεμ σα = σκέφτομαι  (Ρ), (Ξ)

Τσσούρκαλ = κατσαρίδα χωραφίσια  (Ξ)

Τφόγιου = δικό σου  (Ρ)

 

Φ  

Φαϊνούσσκα = καρπός κέδρου  (Ρ)

Φάκερντα =  κολοκύθα (μεγάλη)  (Ρ)

Φάταμ = πιάνω  (Ρ)

Φάταμ ρίμπι = ψαρεύω  (Ρ)

Φαφ = στο, στη (δηλώνει τόπο),  (Σμ)

Φίρκανιε = τρέξιμο  (Μύ)

Φίρκομ = τρέχω  (Μύ)

Φμούλενο = μούχλα  (Ρ)

Φόϊνα = αγριόκεδρος  (Junipperus Communis)  (Ρ)

Φούρκα = ρόκα (Ξ)

Φτσσιέρα = χθες  (Ρ)

 

Χ

Χαλτσανιε = λόγξυγκας

Χλεπ = ψωμί ( Ρ)

Χομότ = ξύλο δέσης των βοδιών στο αλέτρι  (Ξ)

Χοντίλο = πατούσα  (Ξ)

Χούμποβο = καλό  (Ξ), (Ρ)

 

_____________

Αριθμός λέξεων: 1031

 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του πρωτότυπου λεξικογραφικού υλικού του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της Ζαγαλισα. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.